λεοντόχρους

λεοντόχρους
λεοντό-χρους, ουν,
A lion-coloured, Heph.Astr.1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεοντόχρους — λεοντόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. πυρό χρους, χαλκό χρους] …   Dictionary of Greek

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”